- κακόδουλος
- κακόδουλοςill-treating one's slavesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακόδουλος — κακόδουλος, ὁ (Α) 1. αυτός που συμπεριφερόταν άσχημα στους δούλους του 2. ο κακός δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δουλος (< δοῦλος), πρβλ. ιερό δουλος, παλαιό δουλος] … Dictionary of Greek
κακόδουλοι — κακόδουλος ill treating one s slaves masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόδουλον — κακόδουλος ill treating one s slaves masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδουλία — κακοδουλία, ἡ (Α) [κακόδουλος] η κακία τών δούλων … Dictionary of Greek